- άνθιμος
- I
(Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και επί δεκαετία ως εφημέριος στον ιερό ναό Αγίου Βασιλείου Αθηνών (οδού Μετσόβου), ενώ παράλληλα διετέλεσε συντάκτης της Φωνής Κυρίου, γραμματέας Τύπου της Ιεράς Συνόδου, διευθυντής των υπηρεσιών, των εκδόσεων και του θεολογικού οικοτροφείου της Αποστολικής Διακονίας. Το 1974 εξελέγη μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως, όπου έχει αναπτύξει σημαντική πνευματική δράση και έντονη φιλανθρωπική και κοινωνική διακονία. Ίδρυσε και διευθύνει τα περιοδικά Γνωριμία και Σαλπιγκτής του Έβρου, ανήγειρε 27 ιερούς ναούς, ίδρυσε επίσης και λειτουργεί τρία φιλανθρωπικά ιδρύματα, δύο μοναστήρια κ.ά. Υπήρξε εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης επί τριετία και έλαβε μέρος σεδιεθνή συνέδρια και εκδηλώσεις ομόδοξων και ετερόδοξων εκκλησιών. Έχει γράψει πολλά βιβλία και μελέτες. Το 1997 αναγορεύτηκε διδάκτορας της ιατρικής σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.IIΌνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.1. Ο πρεσβύτερος. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Ιουνίου.2. Θανατώθηκε με ξίφος στους διωγμούς του Διοκλητιανού. Η μνήμη του τιμάται στις 17 Οκτωβρίου.3. Ο μάρτυς. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους Θαλελαίο, Χριστόφορο, Παγχάριο, Ευφημία και τα παιδιά της. Η μνήμη τους τιμάται στις 19 Νοεμβρίου.4. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Νοεμβρίου.5. Όσιος, ο εκ Κεφαλληνίας. Νέος ασκητής, η μνήμη του οποίου τιμάται στις 4 Σεπτεμβρίου.IIIΌνομα κληρικών, κυρίως της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.1. Επίσκοπος Νικομηδείας (τέλη 3ου αι.), μάρτυρας της χριστιανικής εκκλησίας. Μαρτύρησε κατά τους διωγμούς του Διοκλητιανού. Αποκεφαλίστηκε ύστερα από διαταγή του Μαξιμιανού επειδή αρνήθηκε να θυσιάσει στα είδωλα. H μνήμη του γιορτάζεται στις 3 Σεπτεμβρίου (και 27 Απριλίου από τη Δυτική Εκκλησία).2. Επίσκοπος Τυάνων της Καππαδοκίας (4ος αι.). Όταν ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Βαλέντιος χώρισε την Καππαδοκία σε δύο επαρχίες, ο Ά. ήρθε σε ρήξη με τον τότε επίσκοπο Καισαρείας Μέγα Βασίλειο, σχετικά με την έκταση της δικαιοδοσίας της κάθε επισκοπής.3. Ά. ο υμνωδός (5ος αι.). Εκκλησιαστικός ποιητής, σύγχρονος του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του B’ και φίλος του Αυξεντίου του Μελωδού. Συμμετείχε μαζί με τον τελευταίο στην Δ’ Οικουμενική σύνοδο της Χαλκηδόνας (451) και έπαιξε σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις της εναντίον των αιρετικών Ευτυχή, Νεστορίου και Διοσκόρου. Στη σύνοδο αυτή αντίπαλός του ήταν ο επίσης εκκλησιαστικός ποιητής Τιμοκλής. Και οι δύο αποκαλούνται οι των τροπαρίων ποιηταί. Πάντως, όπως πολλοί από τους εκκλησιαστικούς ποιητές, ο Ά. δεν έχει υπογράψει τα έργα του και δεν είναι γνωστό ποια τροπάρια είναι δικά του. H μνήμη του τιμάται στις 7 Ιουνίου.4. Αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας (14oς αι.). Υπήρξε αντιρρητικός συγγραφέας (υπερασπιζόταν δηλαδή την ορθοδοξία εναντίον αιρετικών, αλλόδοξων ή αλλοθρήσκων). Στη σύνοδο του 1347, που συγκλήθηκε εναντίον του πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα, υπογράφει με το όνομα Ά. Αχριδών.5. Επίσκοπος Σάμου (1632-1649). Καταγόταν από την πόλη Κίο της Βιθυνίας και επονομαζόταν επίσης Ιούδας. Κατηγορήθηκε πολλές φορές από τους κατοίκους της Σάμου για την καταπιεστική διαγωγή του, την επιβολή αυστηρής φορολογίας, για αδικίες, αρπαγές κλπ. Για τον λόγο αυτό καθαιρέθηκε δύο φορές, την πρώτη από τον οικουμενικό πατριάρχη Κύριλλο και τη δεύτερη (1648) από τον πατριάρχη Παρθένιο. Το 1646, μετά από καταγγελία των Σαμιωτών στον Καπετάν πασά, συνελήφθη και φυλακίστηκε, κατάφερε όμως να απαλλαγεί, διαθέτοντας γι’ αυτό σημαντικά ποσά. Μετά τη δεύτερη καθαίρεσή του τοποθετήθηκε μητροπολίτης Καισαρείας (1649).6. Ά. Σικούρτος (τέλη 17ου αι.). Σκευοφύλακας στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Συνέβαλε στην αντικατάσταση των Ελλήνων μοναχών της μονής του Αγίου Ιακώβου, οι οποίοι την κατείχαν από το 1658 από τους Αρμένιους. H ενέργειά του αυτή οφειλόταν στην αντίθεσή του προς τον πατριάρχη Παΐσιο.7. Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας (μέσα 17ου αι. – 1719). Καταγόταν από την Ιβηρία (Γεωργία), απ’ όπου πήγε στη Βλαχία (1690) και αρχικά ασχολήθηκε με την τυπογραφική τέχνη. H εκμάθηση της τέχνης αυτής του επέτρεψε να διοριστεί λίγο αργότερα από τον ηγεμόνα Ιωάννη Κωνσταντίνο Βραγκοβάνο επιστάτης του τυπογραφείου Βουκουρεστίου. Εξάσκησε την τέχνη αυτή σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και τύπωσε σειρά αξιόλογων έργων. Από την άνοδό του στον μητροπολιτικό θρόνο (1709) ασχολήθηκε με την πολιτική και ήρθε σε συνεννόηση με τους Βογιάρους για την ανατροπή της τουρκικής εξουσίας. Συνελήφθη μάλιστα, μαζί με άλλους προύχοντες, και φυλακίστηκε. Μετά από προσωρινή αποφυλάκιση, συνελήφθη ξανά και εξορίστηκε στην Τουρκία. Τελικά τον έπνιξαν οι συνοδοί του στον Δούναβη, ύστερα από μυστική διαταγή του ηγεμόνα Νικόλαου Μαυροκορδάτου.8. Πατριάρχης Ιεροσολύμων (1788-1808). Γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 1717. Διαδέχτηκε στον πατριαρχικό θρόνο τον Προκόπιο A’ (1788). Διετέλεσε μοναχός στη μονή της Μεγάλης Παναγίας στα Ιεροσόλυμα και σχολάρχης στη σχολή της ίδιας πόλης. Αντιμετώπισε με επιτυχία τις προσπάθειες των Αρμενίων και Λατίνων (την εποχή εκείνη οι Γάλλοι είχαν εισβάλει στην Παλαιστίνη) να αναλάβουν τη διοίκηση των Αγίων Τόπων, καθώς και την καταπιεστική για τους χριστιανούς πολιτική των Αράβων. Κατάφερε να επισημοποιηθούν τα δικαιώματα των ορθοδόξων στους Αγίους Τόπους με σουλτανικά διατάγματα, συμβιβάστηκε όμως και υποστήριξε την τουρκική πολιτική, γράφοντας μάλιστα πραγματεία, μετά από πρόταση του σουλτάνου Σελίμ B’, στην οποία καταδίκαζε τις φιλελεύθερες ιδέες της Γαλλικής επανάστασης, αποκηρύττοντας κάθε σκέψη εξέγερσης εναντίον των κατακτητών και επισημαίνοντας ότι η βασιλεία τους ήταν θείο θέλημα. Το έργο του αυτό αντικρούστηκε από τον Κοραή σε πραγματεία που δημοσίευσε λίγο μετά στο Παρίσι (1798).9. Επίσκοπος Μεθώνης (1725 – 1801). Διακρίθηκε για τις υπηρεσίες του στις διάφορες επαναστατικές ενέργειες των Ελλήνων στο β’μισό του 18ου αι. και ιδιαίτερα για την προσφορά του στην επανάσταση του Ορλόφ. Στο κίνημα αυτό μυήθηκε από τον οικουμενικό πατριάρχη Κύριλλο Ε’ που ήταν συγγενής του. Μετά την αποτυχία της επανάστασης εγκατέλειψε την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη, όπου και έμεινε έως το τέλος της ζωής του. Εκεί, όπως πιστεύεται, βοήθησε στη ναυπήγηση και στον εξοπλισμό του στόλου του Λάμπρου Κατσώνη, ενώ πιθανολογείται ότι βρισκόταν σε επαφή και με τον Ρήγα Φεραίο.10. Μοναχός της μονής του Ξηροποτάμου στο Άγιον Όρος (τέλη 18ου αι.). Καταγόταν από την επαρχία Δημητριάδας και επονομαζόταν ΒρυέννιοςΔρόσος. Ασχολήθηκε με τη συγγραφή εκκλησιαστικών ευχών, ενώ εργάστηκε παράλληλα επί τριάντα χρόνια για τη συγγραφή του έργου του Ευαγγελική Αρμονία,το οποίο ολοκλήρωσε το 1770.11. Μοναχός και κατόπιν ηγούμενος στην Ελασσόνα (τέλη 18ου αι.). Ήταν συγγραφέας 24 μακαρισμών στη Θεοτόκο και εγκωμιαστικών λόγων. Υπήρξε μαθητής του Νικηφόρου Θεοτόκη και του Καλλίνικου Μπάρκοση και διετέλεσε για ένα διάστημα ιερέας στην πόλη Κετζκεμέτ της Ουγγαρίας και στη Βιέννη.12. Ιερομόναχος και αγωνιστής του 1821. Σκοτώθηκε στην πολιορκία της Ακρόπολης από τον Κιουταχή. Ήταν μοναχός σε μία από τις τέσσερις μονές της περιοχής Αττικής.13. Ά. Αγιοταφίτης. Μοναχός, αγωνιστής του 1821. Δολοφονήθηκε από τους Τούρκους, μαζί με άλλους επτά προκρίτους, στην Ακρόπολη της Αθήνας όπου είχαν οδηγηθεί ως όμηροι.14. Επίσκοπος Έλους της Λακωνίας (Βάτικα), εθνικός αγωνιστής και Φιλικός από το 1819 (τέλη 18ου αι. – 1821). Καταγόταν από το χωριό Στενό της Μαντινείας, από την οικογένεια Σκαλιστήρη. Πήρε μέρος στον Αγώνα προσφέροντας σημαντικές υπηρεσίες. Λέγεται ότι μισούσε τους Τούρκους όσο λίγοι σύγχρονοί του Έλληνες. Όταν οι Τούρκοι κάλεσαν τους προύχοντες και τους δεσπότες στην Τρίπολη, ο Ά. προσποιήθηκε τον άρρωστο και δεν πήγε. Συμμετείχε στην ίδρυση του πρώτου ελληνικού στρατοπέδου στα Βέρβαινα, στην πολιορκία της Τρίπολης και σε διάφορες μετακινήσεις και πορείες των στρατευμάτων, εμψυχώνοντας και ευλογώντας τους αγωνιστές ή παίρνοντας μέρος και ο ίδιος στις μάχες· στην πολιορκία της Τρίπολης μάλιστα κήρυττε ότι όποιος σκοτώσει Τούρκο ή σκοτωθεί στη μάχη γίνεται άγιος. Πήρε επίσης μέρος στη Συνέλευση των Καλτεζών (1821) και ήταν ο πρώτος που υπέγραψε το πρακτικό της, ενώ συγχρόνως ευλόγησε τα ελληνικά όπλα, προκαλώντας τον ενθουσιασμό των αγωνιστών. Πέθανε από τύφο κατά την επιδημία που είχε ξεσπάσει μετά την πτώση της Τρίπολης (1821).15. Ά. Αμασείας (Ά. Αλεξούδης, 1824 – 1909). Μητροπολίτης Βελεγράδων ή Βελιγράδων, στην πόλη Βεράτι της νότιας Αλβανίας (1855-87), και Αμασείας (1887-1908). Καταγόταν από τη Μάδυτο της Ανατολικής Θράκης. Πριν χειροτονηθεί μητροπολίτης, διετέλεσε βοηθός του αρχιεπισκόπου Ηρακλείας, του παντελεήμονα Κλαυδιουπόλεως, του αρχιεπισκόπου Εφέσου και του οικουμενικού πατριάρχη Άνθιμου ΣΤ’. Χρημάτισε πολλές φορές συνοδικός και πρόεδρος της εφορίας της Μεγάλης του Γένους Σχολής, της οποίας υπήρξε μαθητής για ένα διάστημα, αν και ουσιαστικά ήταν αυτοδίδακτος. Ασχολήθηκε με διάφορες ιστορικές μελέτες, τη συλλογή χειρογράφων και επιστολών, τη συγγραφή καταλόγων με τους επισκόπους της δικαιοδοσίας του οικουμενικού πατριαρχείου από τα αρχαία χρόνια έως την εποχή του κλπ.Σημαντικότερα από τα έργα του είναι: Σύντομος ιστορική περιγραφή της Ιεράς Μητροπόλεως Βελεγράδων, Κατάλογος μητροπολιτών Νικοπόλεως, Έγγραφα πατριαρχικά κ.ά.16. Ά. Αλεξιάδης. Μητροπολίτης Βοσνίας (1874-90). Αντικαταστάθηκε από τον Σάββα Κοσάνοβιτς, μετά από επέμβαση των Αυστριακών που είχαν γίνει κυρίαρχοι της περιοχής την εποχή εκείνη. Ήταν ο τελευταίος Έλληνας μητροπολίτης της Βοσνίας. Πέθανε στη Βιέννη, όπου ζούσε με μικρή σύνταξη της αυστριακής κυβέρνησης.17. Έξαρχος Βουλγάρων, ο οποίος αφορίστηκε από τον οικουμενικό πατριάρχη Άνθιμο ΣΤ’ και κατόπιν κηρύχτηκε σχισματικός από σύνοδο που συγκάλεσε ο τελευταίος στην Κωνσταντινούπολη (1872). Ήταν ο πρώτος έξαρχος της ανεξάρτητης βουλγαρικής Εξαρχίας και εξελέγη μετά από σουλτανικό διάταγμα (1872), ενώ μέχρι τότε ήταν επίσκοπος Βιδύνης.IVΌνομα ιστορικών προσώπων.1. Γιατρός (5ος αι. μ.Χ.). Έγραψε το βιβλίο Περί δυνάμεως τροφών,στο οποίο περιέγραφε τις κυριότερες τροφές καθώς και τη θρεπτική και θεραπευτική τους αξία. Το έργο αυτό ήταν αφιερωμένο στον βασιλιά των Γότθων Θευδέριχο ή Θεοδώριχο, στο κράτος του οποίου είχε καταφύγει ο Ά. όταν τον έδιωξε από την Κωνσταντινούπολη o αυτοκράτορας Ζήνων (478). Πιστεύεται ότι o Ά. είναι το ίδιο πρόσωπο με τον ομώνυμο γιατρό και πρεσβευτή του Θευδέριχου.2. Τέταρτος γιος του Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε’ του Κοπρώνυμου και της αυτοκράτειρας Ευδοκίας, τρίτης συζύγου του τελευταίου (8ος αι. μ.Χ.). Συνελήφθη μαζί με τα αδέλφια του Νικηφόρο, Χριστόφορο, Νικήτα και Ευδόκιο ύστερα από διαταγή της Ειρήνης της Αθηναίας, όταν o Νικηφόρος στασίασε εναντίον του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΣΤ’, γιου της Ειρήνης. H Ειρήνη διέταξε να τυφλώσουν τον Νικηφόρο και να κόψουν τη γλώσσα στους άλλους τέσσερις. Ύστερα, τους εξόρισε στην Αθήνα, επειδή όμως τους υποστήριζαν οι εικονομάχοι καθώς και οι Έλληνες του ελλαδικού χώρου, μεταφέρθηκαν με διαταγή της Ειρήνης στην πόλη της Θράκης Πάνορμο όπου τους τύφλωσαν όλους και, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, τους εκτέλεσαν.3. Στρατηγός των Βουλγάρων (11ος αι.). Επιστάτης του βυζαντινού στρατού που, με επικεφαλής τον στρατηγό Θεόδωρο Συναδηνό, είχε στείλει o Μιχαήλ Δ’ για την καταστολή της εξέγερσης του Πέτρου Δελεάνου, ηγεμόνα των Βουλγάρων (1040). O Ά., μετά από ορισμένες νίκες των Βουλγάρων, εισέβαλε στη Στερεά Ελλάδα. Σε αιματηρή μάχη που έγινε στη Θήβα νίκησε τους Θηβαίους και άλλους Έλληνες και μετά από αυτό κατέστρεψε και λεηλάτησε την περιοχή της πόλης και τη Βοιωτία.VΌνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως.1. Ά. Α’. Οικουμενικός πατριάρχης (535-536). Ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο το 535 (και όχι τον Ιούνιο του 537, όπως λανθασμένα αναφέρει o χρονογράφος της εποχής Θεοφάνης) και καθαιρέθηκε τον επόμενο χρόνο από την τοπική σύνοδο της Κωνσταντινούπολης, εξαιτίας των μονοφυσιτικών του φρονημάτων.2. Ά. B’ (; – 1628). Οικουμενικός πατριάρχης (Ιούνιος – Οκτώβριος 1623). Διατήρησε μόλις για τέσσερις μήνες το πατριαρχικό αξίωμα, από το οποίο και παραιτήθηκε για να αποσυρθεί στη μονή της Λαύρας του Αγίου Όρους, όπου και πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Ήταν άνθρωπος με μεγάλη ευσέβεια, χρηστός και φίλος της μοναχικής ζωής.3. Ά. Γ’. Οικουμενικός πατριάρχης (1822-24). Πριν αναγορευτεί πατριάρχης, είχε διατελέσει μητροπολίτης Σμύρνης και Χαλκηδόνος. Ήταν άνθρωπος με ευρύτατη παιδεία, βαθύς γνώστης της εκκλησιαστικής μουσικής, φίλος των μεγαλοπρεπών ιερών ακολουθιών και εξαιρετικά αγαπητός στον λαό. Παύτηκε από την Πύλη στις 9 Ιουλίου 1824, με αφορμή τις ναυτικές επιτυχίες των Ελλήνων και εξορίστηκε για μερικά χρόνια στη μονή του Προδρόμου στην Καισάρεια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στη Σμύρνη, όπου και πέθανε σε ηλικία 80 ετών.4. Ά. Δ’ (Κωνσταντινούπολη 1798; – Κωνσταντινούπολη 1878). Οικουμενικός πατριάρχης, δύο φορές (20 Φεβρουαρίου 1840 – 6 Μαΐου 1841 και 19 Οκτωβρίου 1848 – 30 Οκτωβρίου 1852). Διετέλεσε μέγας πρωτοσύγκελος του πατριαρχείου, μητροπολίτης Ικονίου (1825-35), Λαρίσης (1835-37) και Νικομηδείας (1837-40). Ήταν άνθρωπος με μεγάλη μόρφωση και είχε ασκήσει πριν από το 1821 το επάγγελμα του δασκάλου. Την περίοδο της δεύτερης πατριαρχίας του συγκάλεσε τοπική σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη (29 Ιουνίου 1850), η οποία αναγνώρισε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος και ενέκρινε το σύγγραμμα του Κωνσταντίνου εξ Οικονόμων, σχετικά με τη μετάφραση των Εβδομήκοντα.5. Ά. Ε’. Οικουμενικός πατριάρχης (6 Μαΐου 1841 – 12 Ιουνίου 1842). Γεννήθηκε στο Νεοχώρι της Ραιδεστού και υπήρξε πρωτοσύγκελος του μητροπολίτη Δερκών, μητροπολίτης Αγαθουπόλεως (1815-21), Αγχιάλου (1821-31) και Κυζίκου (1831-41). Ήταν άνθρωπος με αυστηρά ήθη, συνετός στη διοίκηση, αλλά μέτριας παιδείας.6. Ά. ΣΤ’ (; – Κανδιλή Βοσπόρου 1878). Οικουμενικός πατριάρχης, τρεις φορές (4 Δεκεμβρίου 1845 – 18 Οκτωβρίου 1848, 12 Σεπτεμβρίου 1853 – 21 Σεπτεμβρίου 1855 και Σεπτέμβριος 1871 – Σεπτέμβριος 1873). Καταγόταν από το χωριό Κούταλη της Προποντίδας και γι’ αυτό επονομαζόταν και Κουταλιανός. Στο διάστημα της πρώτης του πατριαρχίας o Ά. καταδίκασε τη χρήση της τετράφωνης μουσικής στις ελληνικές ορθόδοξες κοινότητες της Βιέννης και της Τεργέστης, εξέδωσε κανονισμό για τα αλληλοδιδακτικά και ελληνικά σχολεία του οικουμενικού πατριαρχείου και κανονική διάταξη «περί του μη χειροτονείσθαι αρχιερείς τους εγγάμους ιερείς» και επικύρωσε το έργο του Κωνσταντίνου εξ Οικονόμων για τους Εβδομήκοντα. Κατά την τρίτη του πατριαρχία συγκάλεσε μεγάλη τοπική σύνοδο στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης (16 Σεπτεμβρίου 1872), η οποία καταδίκασε την αρχή του εθνοφυλετισμού που υποστήριζαν οι Βούλγαροι κληρικοί, τους οποίους ονόμασε σχισματικούς. Ο Ά. ήταν άνθρωπος με φτωχή μόρφωση και φιλάργυρος, ενώ συχνά παρασύρθηκε, εξαιτίας της αδυναμίας του αυτής, σε πράξεις αντικανονικές και παράνομες. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ιδιώτευσε στο προάστιοτου Βοσπόρου Κανδιλή.7. Ά. Z’ (Τσάτσος,; – Kωνσταντινούπολη 1913). Οικουμενικός πατριάρχης (Ιανουάριος 1895 – Ιανουάριος 1897). Καταγόταν από την Ήπειρο και, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης το 1861, διορίστηκε διδάσκαλος στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων, όπου και εξέδωσε μικρό βιβλίο κατά του Ερνέστου Ρενάν. Εξέδωσε επίσης Οδηγόν ευσεβείας, που περιείχε μία σειρά εκκλησιαστικών λόγων, και το 1896 απέστειλε περίφημη συνοδική επιστολή στον πάπαΛέοντα ΙΓ’ σχετικά με το ζήτημα της ένωσης των εκκλησιών. Το 1897 υποχρεώθηκε να παραιτηθεί και να εγκατασταθεί αρχικά στο νησί της Αντιγόνης και στη συνέχεια στην Κωνσταντινούπολη, όπου και πέθανε στις 6 Δεκεμβρίου 1913.VIΌνομα επτά μητροπολιτών Αθηνών. Ο Ά. A’ ήταν μητροπολίτης έως το 1366, ο Ά. Β’ περίπου το 1489, ο Ά. Γ’ στο διάστημα 1606-11, ο Ά. Δ’ από το 1665 έως το 1676, οΆ. Ε’ την περίοδο 1693-99, ο Ά. ΣΤ’ σε δύο περιόδους (1741-56 και 1760-64) και, τέλος, ο Ά. Ζ’ το διάστημα 1828-33.VII(Συριανός, Ηράκλειο Κρήτης 1953 –).Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, υπέρτιμος και έξαρχος Άνω Κρήτης και Πελάγους Κρητικού. Σπούδασε στη θεολογική και φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Οικουμενικό Ινστιτούτο του Μποσέ (Ελβετία), στο Καθολικό Ινστιτούτο και στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης (Παρίσι). Το 1977 εκάρη μοναχός στην ιερά μονή Αγκαράθου και το ίδιο έτος χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Υπηρέτησε στην αρχιεπισκοπή Κρήτης και στην ιερά μητρόπολη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου ως εφημέριος και ιεροκήρυκας. Διετέλεσε ηγούμενος της ιεράς μονής Ατάλης-Μπαλή Μυλοποτάμου και γραμματέας της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου Κρήτης. Το 1996 εξελέγη μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου (με έδρα το Ρέθυμνο), όπου έχει αναπτύξει σημαντική πνευματική, κοινωνική και φιλανθρωπική δράση. Στη μητροπολιτική του περιφέρεια λειτουργούν, μεταξύ άλλων, σχολές εκκλησιαστικής βυζαντινής μουσικής, αγιογραφίας και ψηφιδωτού, ραδιοφωνικός σταθμός, βιβλιοπωλείο, κέντρο νεότητας, εκκλησιαστικά συσσίτια, ευαγές ταμείο κ.ά.* * *ἄνθιμος, -ον (Α)ο προερχόμενος από άνθη (για το μέλι).
Dictionary of Greek. 2013.